Αξίζει να τονισθούν ορισμένες ιδιαιτερότητες που παρατηρούνται σε μερικούς ασθενείς με διαβήτη: για παράδειγμα υψηλές τιμές σακχάρου πάνω από 250 mg/dl δεν συνδυάζονται πάντα με έκδηλα συμπτώματα υπεργλυκαιμίας σ΄ αυτούς τους ασθενείς. Ωστόσο μετά την ρύθμιση του σακχάρου αναφέρουν ότι βελτιώνεται η ευεξία και η σωματική δραστηριότητα τους. Άλλοι ασθενείς με διαβήτη αναφέρουν αδυναμία να αναγνωρίσουν τα κλινικά συμπτώματα της υπογλυκαιμίας. Το γεγονός αυτό (χαμηλές τιμές σακχάρου περί το 55 mg/dl) επιβεβαιώνεται εκ των υστέρων μετά την λήψη τροφής από το αίσθημα της ευεξίας, της διαύγειας και δραστηριότητας που αποκτούν.
Συνεπώς η καλή ρύθμιση του σακχάρου βελτιώνει την ποιότητα ζωής των διαβητικών ασθενών, δίνει την δυνατότητα ισότιμης συμμετοχής τους σε κοινωνικές και αθλητικές δραστηριότητες και συμβάλλει σημαντικά στην πρόληψη των επιπλοκών.
Είναι απαραίτητος ο αυτοέλεγχος του σακχάρου για την σωστή ρύθμιση του διαβήτη που γίνεται από τον ασθενή στο σπίτι ή στην εργασία του, παράλληλα με τον συνήθη καθιερωμένο εργαστηριακό έλεγχο.
Ποιες εξετάσεις χρειάζονται για την ρύθμιση του διαβητικού;
Οι εξετάσεις διακρίνονται:
  1. (1) Σε άμεσες: Αυτές μας δίνουν την δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να γνωρίζουμε τα δεδομένα που αφορούν την γλυκόζη και τις κετόνες στο αίμα και στα ούρα του ασθενή. 
Αξίζει να τονισθεί ότι ο προσδιορισμός της γλυκόζης αίματος αντανακλά τα επίπεδα του σακχάρου του αίματος για λίγα λεπτά, ενώ ο προσδιορισμός της γλυκόζης των ούρων αντανακλά τις τιμές της γλυκόζης του αίματος για τις προηγηθείσες 5-6 ώρες. Τέλος, η φρουκτοζαμίνη και HbA1c αντανακλούν την μέση τιμή της γλυκόζης του αίματος για τα διαστήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Εξετάσεις ούρων:
Εξετάσεις αίματος – αυτοέλεγχος
Ο προσδιορισμός της γλυκόζης του αίματος με τον αυτοέλεγχο αντανακλά το επίπεδο της γλυκόζης εκείνης της στιγμής.
Η γλυκόζη του αίματος μπορεί γρήγορα να αυξηθεί ή να ελαττωθεί και μπορεί να έχουμε σημαντικές διαφορές 15-30 λεπτά αργότερα.
Γι΄ αυτό τον λόγο ο ασθενής πρέπει να έχει την δυνατότητα να ελέγχει την γλυκόζη του αίματος, όταν δεν αισθάνεται καλά, ώστε να αποφύγει την επιπλέον πρόσληψη τροφής. Επίσης είναι ιδιαίτερα σημαντικός ο αυτοέλεγχος σ’ ασθενείς με πρόσφατη διάγνωση του διαβήτη που δεν έχουν εξοικειωθεί με τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας.
Με τον αυτοέλεγχο της μέτρησης της γλυκόζης στο αίμα, δίνεται η δυνατότητα στον ασθενή να συσχετίζει τις αυξημένες ή χαμηλές τιμές του σακχάρου αίματος με τα συμπτώματα αντίδρασης του οργανισμού του και έτσι να είναι σε θέση να αναπροσαρμόζει τη δόση της ινσουλίνης και τη διατροφή του.
Ο αυτοέλεγχος της γλυκόζης, παλαιότερα, γίνονταν μόνο με την ταινία μέτρησης του σακχάρου. Σήμερα εξασφαλίζεται μέσω συσκευών μέτρησης σακχάρου του αίματος. Η λειτουργία τους στηρίζεται είτε σε φωτοχημική μέθοδο που συγκρίνει την αλλαγή του χρώματος στην ταινία με μία κλίμακα χρωμάτων που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές ποσότητες γλυκόζης, είτε σε ηλεκτροχημική μέθοδο που καταγράφει την παρουσία ασθενούς ρεύματος στην σταγόνα του αίματος. Η ποσότητα του αίματος που χρησιμοποιείται είναι μικρή και ο οργανισμός πολύ γρήγορα την αναπληρώνει και έτσι δεν υπάρχει κίνδυνος αναιμίας.
Το αίμα πρέπει να λαμβάνεται από τα πλάγια των ραγών των δακτύλων με την χρησιμοποίηση ειδικών σκαρφιστήρων -Lancet-. Τα χέρια πρέπει να είναι πλυμένα με σαπούνι και κατά προτίμηση με ζεστό νερό σε περίπτωση που τα άκρα είναι κρύα. Δεν πρέπει να χρησιμοποιούν οινόπνευμα για τον καθαρισμό των χεριών τους γιατί το δέρμα γίνεται ξερό. Αξίζει να διευκρινισθεί ότι δεν υπάρχει κίνδυνος μόλυνσης των δακτύλων από το σκαρφιστήρα.
Οι σκαρφιστήρες είναι πολλών ειδών. Η διαφορά τους αφορά το βάθος και μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ή χωρίς ειδική συσκευή. Η λήψη του αίματος με σκαρφιστήρα είναι ανώδυνη. Δεν πρέπει να λαμβάνεται αίμα από τον αντίχειρα και το δείκτη της δεξιάς χειρός για τους δεξιόχειρες ή της αριστερής για τους αριστερόχειρες.
Η αξιοπιστία της μέτρησης του σακχάρου χρησιμοποιώντας την συσκευή αυτοελέγχου είναι ικανοποιητική. Το όριο του λάθους -σ’ ένα σωστό χρησιμοποιούμενο μετρητή γλυκόζης αίματος- είναι περίπου 10-15%. Αυτό σημαίνει ότι αν έχουμε τιμή σακχάρου του αίματος 360 mg/dl (από το εργαστήριο), η μέτρηση μπορεί να δείξει 35-55 mg/dl περισσότερο ή λιγότερο. Σε τιμή γλυκόζης αίματος 55mg/dl, το όριο του λάθους δεν υπερβαίνει το 5-10 mg/dl.
Κατά την εξέταση είναι πολύ σημαντικό να χρησιμοποιείται επαρκής ποσότητα αίματος στην ταινία διότι η μικρή ποσότητα δίνει ψευδώς χαμηλές τιμές.
Η συσκευή μέτρησης σακχάρου πρέπει να είναι καθαρή χωρίς υπολείμματα αίματος από προηγούμενη μέτρηση. Επίσης δεν πρέπει να υπάρχουν ίχνη ζάχαρης στα χέρια του ασθενή γιατί η παρουσία της μπορεί να δίνει ψευδώς υψηλές τιμές.
Ψευδώς υψηλές τιμές, μπορεί να προκύψουν από σκόνη στο παράθυρο της συσκευής, καθυστέρηση καθαρισμού του αίματος και ανεπαρκή καθαρισμό της ταινίας μέτρησης.
Ψευδώς χαμηλές τιμές, προκύπτουν από την καθυστέρηση εναπόθεσης της σταγόνας του αίματος, ταχεία μετακίνηση του σκαρφιστήρα, μικρή ποσότητα αίματος στη ταινία μέτρησης και τυχόν ύπαρξη νερού ή σιέλου στο δάκτυλο.
Για την επιβεβαίωση της αξιοπιστίας της μέτρησης χρειάζονται τακτικοί έλεγχοι των ταινιών μέτρησης και του μηχανήματος με ειδικά διαλύματα.
Σύγχυση είναι δυνατόν να προκαλέσει η μέτρηση της γλυκόζης του αίματος του ασθενή με διαφορετικούς μετρητές σακχάρου π.χ. μια μέτρηση 215 mg/dl με μία συσκευή μπορεί να δείξει 250 mg/dl με μια άλλη την ίδια χρονική στιγμή. Συμβουλεύουμε να γίνονται μετρήσεις με ένα τύπο μηχανήματος διότι οι διαφορές των υψηλών τιμών γλυκόζης με την χρησιμοποίηση πολλών μετρητών δεν παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση.
Σε μη διαβητικά άτομα η διαφορά μέτρησης της γλυκόζης στο αίμα από τα τριχοειδή που παίρνεται από το δάκτυλο σε σύγκριση με τη φλέβα είναι 10% μικρότερη. Αυτό οφείλεται στο ότι μέρος της γλυκόζης έχει απελευθερωθεί από το τριχοειδικό δίκτυο στους ιστούς. Η διαφορά αυτή σε διαβητικά άτομα είναι μικρότερη -μόλις 2 mg- και πιθανόν να οφείλεται στην ελαττωμένη απελευθέρωση της γλυκόζης στους ιστούς λόγω μειωμένης έκκρισης ινσουλίνης.
Τα επιθυμητά επίπεδα γλυκόζης αίματος στους ασθενείς κυμαίνονται μεταξύ 70-80 mg/dl. Αναλυτικότερα τα όρια καθορίζονται ακολούθως ως εξής:
Γλυκόζη πριν το φαγητό                              1 ½ ώρα μετά το φαγητό
Ιδανική ρύθμιση         70-110 mg/dl                      90-140 mg/dl
Αποδεκτή                 110-145 mg/dl                    145-180 mg/dl
Η συχνότητα μέτρησης της γλυκόζης του αίματος με την μέθοδο του αυτοέλεγχου εξαρτάται από την ηλικία, την μεταβολική κατάσταση, απορύθμιση του διαβήτη συνέπεια λοίμωξης, stress και άλλες συνυπάρχουσες αρρώστιες, τον τύπο του διαβήτη (Ι ή ΙΙ), το είδος της θεραπείας -ινσουλίνη, υπογλυκαιμικά δισκία και τέλος από την παρουσία ή μη επιπλοκών.
Η γενική κατεύθυνση είναι σε απορυθμισμένες καταστάσεις ή σε εφήβους με Σ.Δ. τύπου Ι, ο έλεγχος του σακχάρου να γίνεται με συχνές μετρήσεις πριν το γεύμα ή 1 ½ ώρα μετά, 4-6 φορές την ημέρα. Στη συνέχεια μετρήσεις 2-3 φορές την ημέρα για 2 ημέρες την εβδομάδα είναι αρκετές, ιδιαίτερα όταν συνδυάζονται με την μέτρηση της HbA1c ανά μήνα ή κάθε 2-3 μήνες.
Περίληψη
Η σωστή ρύθμιση του σακχάρου στους διαβητικούς ασθενείς έχει ως σκοπό την φυσιολογική ψυχοσωματική ανάπτυξη του παιδιού, και τη συμμετοχή των ενηλίκων σ’ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής -επαγγελματικές, αθλητικές, κοινωνικές. Στο αίσθημα ευεξίας και πλήρους δραστηριότητάς των διαβητικών ασθενών, συμβάλλουν η αποφυγή των υψηλών τιμών του σακχάρου και των υπογλυκαιμικών επεισοδίων.
Η σωστή διατροφή, η άσκηση και η θεραπεία με υπογλυκαιμικά δισκία, η ινσουλίνη και η τροποποίησή τους σε διάφορες καταστάσεις συμβάλλουν στην επίτευξη των παραπάνω στόχων.
Η ευρεία χρησιμοποίηση του αυτοέλεγχου του σακχάρου στο αίμα και τα ούρα από τους ασθενείς, σε συνδυασμό με τις καθιερωμένες μακροχρόνιες εργαστηριακές εξετάσεις (HbA1c – φρουκτοζαμίνη) συνεισφέρουν σημαντικά στην βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών και την αποφυγή των μακροχρόνιων επιπλοκών του σακχαρώδη διαβήτη.
Μπουγουλιά Μαρία
Ενδοκρινολόγος - Διαβητολόγος
ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ